- ύϊνος
- -ον, Αμτφ. (για πρόσ.) αγροίκος, χυδαίος, σκαιός, ανόητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς «χοίρος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. ἰχθύ-ϊνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
свиной — прилаг., свин, род. п. свина – ругательство (Преобр.), укр. свиний, др. русск., ст. слав. свинъ (Остром., Мар., Зогр.). Производное от и. е. *sūs свинья , ср. лат. suīnus свиной , гот. swein ср. р. свинья , греч. ὕινος свиной , др. инд. sūkaras… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
στύπινος — η, ο / στύπ(π)ινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, ίνη, ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α κατασκευασμένος από στουπί αρχ. μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ.… … Dictionary of Greek